- αμισθοδότητος
- η , ο [ος, ον] не получивший (зар)платы, вознаграждения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμισθοδότητος — η, ο [μισθοδοτώ] αυτός που δεν μισθοδοτείται ή δεν μισθοδοτήθηκε, ο άμισθος … Dictionary of Greek
αμισθοδότητος — η, ο αυτός που δεν πήρε το μισθό του: Το προσωπικό του εργοστασίου ήταν για μήνες αμισθοδότητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)